- ικμάδα
- η (ΑΜ ἰκμάς, -άδος)η υγρασία τής γης και η θρεπτική της δύναμη την οποία απομυζούν τα φυτάνεοελλ.στοιχείο ζωτικότητας, η δύναμη για ζωήαρχ.1. φυσική υγρασία2. κάθε είδος ζωικών χυμών ή εκκρίσεων3. σταγόνα, στάλα4. φρ. «ἰκμὰς Βάκχου» — το κρασί.[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη σχηματισμένη κατά τα θηλ. σε -ας (πρβλ. ισχάς, μαινάς, νιφάς), με -α-, το οποίο ανάγεται πιθ. σε -ņ-. Παράλληλα προς το ἰκμάς απαντά σε γλώσσα τού Ησύχ. ουδ. ἴκμαρ* (πρβλ. τέκμαρ). Οι λέξεις αυτές έχουν σχηματιστεί από θ. ἰκ- (πρβλ. απαρμφ. αορ. ἷξαιδιηθῆσαι, Ησύχ.), το οποίο, αν θεωρηθεί ότι προήλθε με ψίλωση, τότε μπορεί να συνδεθεί με αρχ. ινδ. sińcati «χύνω», αρχ. άνω γερμ. sīhan «διϋλίζω», αρχ. σλαβ. sĭčati «ουρώ».ΠΑΡ. αρχ. ικμαδώδης, ικμάζω, ικμαίνω, ικμαίος, ικμαλέος, ικματώδης, ίκμιος, ικμώδης].
Dictionary of Greek. 2013.